εὐθύγλωσσος

εὐθύγλωσσος
εὐθῠγλωσσος
1 of straightforward speech

εὐθύγλωσσος ἀνὴρ P. 2.86


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ευθύγλωσσος — εὐθύγλωσσος και εὐθύγλωττος, ον (ΑΜ), αυτός που μιλάει με παρρησία, με ευθύτητα …   Dictionary of Greek

  • εὐθύγλωσσος — straightforward masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθύγλωττος — εὐθύγλωσσος , εὐθύγλωσσος straightforward masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευθυ- — (ΑΜ εὐθυ ) α συνθετικό λέξεων, προερχόμενο από το επίθετο ή το επίρρημα. Στα σύνθετα τού ευθυ το α συνθετικό δηλώνει τις σημασίες α) ίσιος («ευθύγραμμος, «εὐθύβλαστος», «εὐθύπορος») β) δίκαιος, ορθός («ευθυκρισία, «ευθύδικος») γ) εύκολος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”